ευλογητός

ευλογητός
-ή, -ό (ΑΜ εὐλογητός, -ή, -όν) [ευλογώ]
ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ' ἀρετὴν ζῆν», Ευστ.
β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν)
η απαγγελία από τον ιερέα τών εναρκτήριων προσευχών τής λειτουργίας που αρχίζουν με τις λέξεις («εὐλογημένη ἡ βασιλεία...»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐλογητός — blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογητός — ή, ό ο άξιος ευλογίας, ο δοξαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλογητά — εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc pl εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc/acc dual εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητόν — εὐλογητός blessed masc acc sg εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητοί — εὐλογητός blessed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητοῦ — εὐλογητός blessed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητέ — εὐλογητός blessed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητή — εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητήν — εὐλογητός blessed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογητῷ — εὐλογητός blessed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”