- ευλογητός
- -ή, -ό (ΑΜ εὐλογητός, -ή, -όν) [ευλογώ]ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ' ἀρετὴν ζῆν», Ευστ.β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν)η απαγγελία από τον ιερέα τών εναρκτήριων προσευχών τής λειτουργίας που αρχίζουν με τις λέξεις («εὐλογημένη ἡ βασιλεία...»).
Dictionary of Greek. 2013.